κάλπισι

κάλπισι
κάλπις
pitcher
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βαπτός — βαπτός, ή, όν (Α) [βάπτω] 1. βαμμένος, χρωματιστός 2. κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για βαφή 3. φρ. «βαπτάν κάλπισι παγάν» πηγή από την οποία αντλούν νερό με δοχείο (Ευρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”